φθίνω — ΝΜΑ, και φθίω και κρητ. τ. τ. ψίνω Α 1. τείνω προς το τέλος, ελαττώνομαι συνεχώς, εκλείπω σταδιακά (α. «φθίνουσα πορεία» β. «φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.) 2. διέρχομαι το στάδιο τής παρακμής, παρακμάζω (α. «από τον 2ο μ.Χ. αιώνα η… … Dictionary of Greek
Πίμα — Ινδική φυλή, που ζούσε τον 16o αι. στις όχθες του ποταμού Χίλα και στους πρόποδες της Σιέρα Μάδρε, στην περιοχή, όπου βρίσκεται σήμερα η Πολιτεία Αριζόνα των ΗΠΑ. Η βασική τους ασχολία ήταν, από παλιά, η αρδευτική αγροκαλλιέργεια. Καλλιεργούσαν… … Dictionary of Greek
αγχίαλος — I Αρχαιότατη ελληνική πόλη που χτίστηκε τον 6o αι. π.Χ., πιθανότατα από αποίκους από τη Μίλητο, στα παράλια της Θράκης, στον Εύξεινο Πόντο, κοντά στη σημερινή ομώνυμη πόλη της Βουλγαρίας (Α. σημαίνει κοντά στη θάλασσα). Η Α. είχε οχυρωθεί από… … Dictionary of Greek
ατθιδογράφοι — Σειρά από αρχαίους ιστορικούς, που από τον 4o αι. π.Χ. καλλιέργησαν μια παράδοση αττικής συγγραφικής δραστηριότητας. Έγραψαν Ατθίδες, δηλαδή χρονικά και έρευνες για την ιστορία της Αθήνας, με παράλληλη προσπάθεια να ερμηνεύσουν τις τοπικές… … Dictionary of Greek
αφροδισία — Η γενετήσια ορμή, το γενετήσιο ένστικτο, ο σεξουαλισμός. Η α. εκδηλώνεται τόσο ως ψυχική όσο και ως αισθησιακή ενστικτώδης έλξη για το άλλο φύλο και περιλαμβάνει τις καταστάσεις της επιθυμίας και της απόλαυσης. Η α. εμφανίζεται σε λανθάνουσα… … Dictionary of Greek
δήλος — Μικρό (μέγιστο μήκος 6 χλμ., μέγιστο πλάτος 1,3 χλμ.) άγονο νησί, που βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο των Κυκλάδων (6 μίλια από τη Μύκονο). Ο παράλιος ομώνυμος οικισμός (14 κάτ., υπάλληλοι της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας) υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek
ελαστικότητα — Χαρακτηριστική ιδιότητα ορισμένων σωμάτων –των ελαστικών–, τα οποία, αν υποβληθούν σε μια παραμορφωτική δράση, τείνουν να επανακτήσουν την αρχική τους κατάσταση, όταν σταματά αυτή η δράση. Τα πιο γνωστά παραδείγματα ελαστικών σωμάτων είναι τα… … Dictionary of Greek
θάλλω — Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν μία από τις τρεις Ώρες, που ταυτιζόταν συμβολικά με την ανοιξιάτικη βλάστηση. Στο όνομά της ορκίζονταν οι έφηβοι της αρχαίας Αθήνας. * * * (AM θάλλω) 1. βλαστάνω, ανθώ, ευδοκιμώ (α. «σε κάθε μόσχο, κάθε ανθό που… … Dictionary of Greek
μαραίνω — (AM μαραίνω) 1. κάνω ένα φυτό να χάσει τη θαλερότητα του, συντελώ στο να ξεραθεί ένα φυτό (α. «ο ήλιος μάς μάρανε τα λουλούδια» β. «ἐπὶ ἀνθέων τών μαραινομένων», Ερμογ.) 2. μτφ. κάνω κάποιον ή κάτι να χάσει τη ζωτικότητα και τη φρεσκάδα του,… … Dictionary of Greek
πίμα — Ινδική φυλή, που ζούσε τον 16o αι. στις όχθες του ποταμού Χίλα και στους πρόποδες της Σιέρα Μάδρε, στην περιοχή, όπου βρίσκεται σήμερα η Πολιτεία Αριζόνα των ΗΠΑ. Η βασική τους ασχολία ήταν, από παλιά, η αρδευτική αγροκαλλιέργεια. Καλλιεργούσαν… … Dictionary of Greek